- τροπαιολίδες
- οι, Νβοτ. οικογένεια αγγειόσπερμων δικότυλων αναρριχητικών φυτών που ανήκει στην τάξη γερανιώδη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τροπαίολο — το, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια τροπαιολίδες και περιλαμβάνει 60 περίπου είδη μονοετών ή πολυετών ποωδών φυτών τα οποία είναι ιθαγενή τής Κεντρικής και Νότιας Αμερικής. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ.… … Dictionary of Greek